- ἀκολασίαν
- ἀκολασίᾱν , ἀκολασίαlicentiousnessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоудьржаниѥ — НЕОУДЬРЖАНИ|Ѥ (14), ˫А с. Невоздержанность, необузданность: Гл҃ють ˫ако пищю и неѹдьржаниѥ. и ˫ако ѿдати себе комѹ. въ гл҃ѥмѣмь бестрастии. неповиньно ѥсть и небѣдьно. (ἀκολασίαν) КЕ XII, 287а; ѹѥдинениѥ ѹма. и помыслъ неѹдьржѧниѥ. УСт XII/XIII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоутомленыи — (5*) пр. 1.Разнузданный, распущенный, невоздержанный: аще ѹбо разумѣли, невиноватыхъ и б҃олюбець мнихъ не быша ѡсужали на погыбель неразумьнымь ср(д)цмь и ˫азыка неѹтомлена и разума неразумьна (ἀκολοστου) ГА XIII–XIV, 151г; облецѣтесѧ въ г(с)а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω … Dictionary of Greek
επτάπυργος — ἑπτάπυργος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένη περιοχή) με επτά πύργους («εἴ τι πείσεται ἑπτάπυργος ἅδε γᾱ», Ευρ.) 2. αυτός που προέρχεται από επτά γενναίους άντρες («οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τών νεανίσκων εὐλογιστία... τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ευκατάφορος — εὐκατάφορος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά φορος (< κατα φέρω)] … Dictionary of Greek
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek